Ιστορία

Το έντονο γεωγραφικό ανάγλυφο και ο ρους των ποταμών Αωού, Βοϊδομάτη και Σαραντάπορου καθορίζει την ιστορική και πολιτισμική πορεία του τόπου, ενώ η ανθρώπινη δραστηριότητα ευνοείται από την ύπαρξη δασών, λιβαδιών στα υψίπεδα, πεδινών εκτάσεων, συνεχούς ροής νερού, παραποτάμιας βλάστησης και πλούσιας πανίδας.

Πόλη με την ονομασία Κόνιτσα δεν απαντάται στις αρχαίες και βυζαντινές πηγές μέχρι τα τέλη του 14ου αιώνα. Τα λιγοστά στοιχεία που δείχνουν ανθρώπινη δραστηριότητα στη θέση Παλαιογορίτσα κατά την ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική περίοδο, μειώνουν τις πιθανότητες κατοίκησης στη θέση της σημερινής πόλης τουλάχιστον κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο, αν και δεν αποκλείεται η χρήση του Κάστρου ήδη από την Ρωμαιοκρατία.

Νέα στοιχεία προέκυψαν για την ιστορία της Κόνιτσας μετά την σημαντική αποκάλυψη μέσα στον οικισμό, όταν κατά τη διάρκεια εκσκαφών βρέθηκαν δυο κιβωτιόσχημοι τάφοι, δυο χάλκινα όπλα και ένα αγγείο. Τα ευρήματα χρονολογούνται από την ΙΒ΄Εφορία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων στην Πρώιμη εποχή του Σιδήρου (1100 – 900 π.Χ.) και σχετίζονται με τα σημαντικά ευρήματα του μολοσσικού νεκροταφείου του Λιατοβουνίου..

Είναι η πρώτη φορά που έρχονται στο φως τόσο σημαντικές αρχαιότητες μέσα στην πόλη της Κόνιτσας, γεγονός που αλλάζει τα μέχρι τώρα δεδομένα για το παρελθόν της πόλης, το οποίο μετατίθεται, με στοιχεία πλέον, πολλούς αιώνες πίσω.

Για πρώτη φορά η Κόνιτσα αναφέρεται με την σημερινή της ονομασία στο Χρονικό των Ιωαννίνων.  Η αναφορά σχετίζεται με την οχύρωση του Κάστρου της στα 1380 από τον «Δεσπότη» των Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμπο, που το ενισχύει για να αντιμετωπίσει τις επιδρομές του αρνησίθρησκου τοπάρχη Ισαήμ από το Λεσκοβίκι.  Την υστεροβυζαντινή περίοδο στην Κόνιτσα υπάρχουν τουλάχιστον δύο οικισμοί, ο ένας στη θέση Λάκα κάτω από το Κάστρο και ο δεύτερος ψηλότερα στη θέση Παλαιοχώρι, όπου σήμερα βρίσκεται η αγορά και η πλατεία.

Αν και δεν παραδίδεται άμεσα από τις πηγές, πιστεύεται ότι η πρώτη κατά ληψη της πόλης από τους Τούρκους έγινε στα τέλη του 14ου αιώνα, ενώ η οριστική της μαζί με των Ιωαννίνων το 1430 ή και λίγο νωρίτερα.  Οι Οθωμανοί εκτιμώντας τη γεωστρατηγική θέση της δημιουργούν το Βιλαέτι της Κόνιτσας, που περιελάμβανε όλη την ευρύτερη περιοχή, υπαγόμενη στο Σαντζάκι των Ιωαννίνων.

Η εγκατάλειψη των κοντινών οικισμών, όπως τα Σέρβινα και η Παλιά Γορίτσα, μετά την κατάκτηση από τους Τούρκους, ευνοεί την ανάπτυξη της Κόνιτσας, η οποία συγκεντρώνει τον αγροτικό πληθυσμό της γύρω περιοχής και αρχίζει να εξελίσσεται σε γεωργοκτηνοτροφικό και εμπορικό κέντρο.  Η εκχώρηση προνομίων σε πλούσιες οικογένειες της πόλης ήταν συνέπεια της προσχώρησής τους στον ισλαμισμό.

Τον 16ο αιώνα ιδρύονται στην Κόνιτσα δύο μεγάλα τζαμιά.  Το τζαμί «Χουσείν Σιάχ» (κατεδαφίστηκε στη δεκαετία του 1920), που χτίστηκε σύμφωνα με την παράδοση στα 1500 από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β’ και το τζαμί «Σουλτάν Σουλειμάν», που σώζεται ερειπωμένο στη θέση Λάκα.  Ιδρυτής του θεωρείται ο Σουλτάνος Σουλειμάν ο Μεγαλοπρεπής (1494-1566).

Τον 17ο αιώνα διαδίδεται στην περιοχή, μέσω των εξισλαμισμένων Αλβανών, η αίρεση των Μπεκτασήδων, που βρήκε στους μουσουλμάνους της Κόνιτσας πρόσφορο έδαφος.  Ιδρύονται αρκετοί τεκέδες, που ήταν μουσουλμανικά μοναστήρια δερβίσηδων και στο συγκρότημά τους περιλαμβάνονταν τουρμπέδες (μαυσωλεία), χώροι τελετουργιών και κελιά.  Στην Κόνιτσα σώζονται σήμερα μόνο τέσσερις τουρμπέδες, δηλαδή μαυσωλεία που χτίζονταν πάνω από τάφους σημαντικών μορφών και επιφανών κληρικών.

Το β΄ μισό του 17ου αιώνα κάτοικοι της Διπαλίτσας (Μολυβδοσκέπαστη) και της Οστανίτσας (Αηδονοχώρι), διωγμένοι από αλβανικά φύλα, εγκαθίστανται στην ασφαλέστερη Κόνιτσα, η οποία συνεχίζει να ακμάζει αφού στα τέλη του 17ου αιώνα είχε υποδιοικητή (Μουσελίμη) και ιεροδικαστή (Καδή). Την έντονη παρουσία και υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στην πόλη δηλώνει η λειτουργία ελληνικού σχολείου τουλάχιστον από τις αρχές του 18ου αιώνα και η συχνή παρουσία εδώ του Επισκόπου Βελλάς.

Η κυριαρχία του Αλή Τεπελενλή Πασά των Ιωαννίνων, στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα επιβάλλει ηρεμία στην περιοχή και ευνοεί την περαιτέρω ανάπτυξη της Κόνιτσας.  Αντιφατική προσωπικότητα ο Αλής, πέρα από τις θηριωδίες του, προστάτευσε τα γράμματα, τις τέχνες, το εμπόριο και πραγματοποίησε μεγάλο οικοδομικό έργο.  Στην Άνω Κόνιτσα σώζεται ερειπωμένο το αρχοντικό, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η μητέρα του Χάμκω, κόρη του Ζεινέλ-Μπέη.  Την ίδια περίοδο χτίζονται μεγάλα αρχοντικά από τους περίφημους ντόπιους μαστόρους, σύμφωνα με την λιτή αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου, με ελαφρώς διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτά της περιοχής Ζαγορίου.

Ο ναός των Αγίων-Αποστόλων στη Λάκα και ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου-Νικολάου είναι οι μόνοι που σώζονται εντός του οικισμού από την περίοδο της Τουρκοκρατίας.  Ο πρώτος ανακαινίστηκε στα 1791, στο εσωτερικό του όμως σώζονται από παλαιότερες φάσεις δύο στρώματα τοιχογραφιών και φορητές εικόνες, που χρονολογούν το μνημείο τουλάχιστον δύο αιώνες νωρίτερα. Ο Μητροπολιτικός ναός χτίστηκε στα 1842 στον τύπο της τρίκλιτης θολωτής Βασιλικής.  Οι φορητές εικόνες του Τέμπλου και αρκετές στον υπόλοιπο ναό είναι έργα Χιοναδιτών ζωγράφων από το β’ μισό του 19ου αιώνα.  Πολλές από αυτές φιλοτεχνήθηκαν «δια συνδρομής και εξόδων» του Ιερομόναχου Χρύσανθου Λαενά.

Στα 1870-71 χτίζεται το μονότοξο γεφύρι του Αώου από συνεργείο του πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζου από την Πυρσόγιαννη.

Η Κόνιτσα απελευθερώθηκε τον Φεβρουάριο του 1913. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1925, οι περισσότερες μουσουλμανικές οικογένειες της Κόνιτσας μετανάστευσαν στην Τουρκία και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Καππαδοκία.

Το 1940-41 δέχεται επίθεση από τους Ιταλούς και ταυτόχρονα επιδρομές Αλβανοσυμμοριτών, ενώ πλήρωσε ακριβό τίμημα στον εμφύλιο πόλεμο όπου αφανίστηκαν ολόκληρες οικογένειες.