Το θαυμαστό στον Άγιο μας είναι ότι υπήρξε αρχικά μωαμεθανός και Τούρκος. Όμως, όταν, για άγνωστους σε μας λόγους, βρέθηκε στο Αγρίνιο (που τότε λεγόταν Βραχώρι), η χάρις του Θεού τον επρόφθασε. Κι’ o νέος στην ηλικία Χασάν ελκύσθηκε από την χριστιανική θρησκεία. Πως έγινε αυτό;
Βέβαια, δεν το γνωρίζουμε. Γιατί το έλεος του Κυρίου μας «καταδιώκει» με πολλούς τρόπους, χωρίς εμείς να τους αντιλαμβανώμεθα. Το πιο πιθανό είναι ότι εντυπωσιάσθηκε από την συνεπή και υποδειγματική χριστιανική ζωή κάποιων κατοίκων του Αγρινίου, οι οποίοι, εφαρμόζοντας την εντολή του Χριστού, ήσαν «φως του κόσμου» και «άλας της γης» (Ματθ. Ε΄ 13 και 14).
Γιατί, πραγματικά, η προσπάθεια του κάθε χριστιανού να ζει σωστά, σύμφωνα με την διδασκαλία του Ευαγγελίου, είναι το δυνατότερο κήρυγμα, όπως, ακριβώς, το διατυπώνει ο Αδελφόθεος Ιάκωβος : «δειξόν μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου» (Iακ. β΄ 18). Αντίθετα, η ασυνέπεια στη ζωή και στην καθημερινή αναστροφή κάποιων, κατ’ όνομα μόνον, χριστιανών, έχει σαν αποτέλεσμα να ισχύει ο φοβερός λόγος του Θεού : «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι» (Ρωμ. β΄ 24).
Γίνονται, δηλαδή, αιτία να δυσφημείται η χριστιανική πίστη ανάμεσα στους άπιστους και στους ειδωλολάτρες. Οι οποίοι, όταν άλλα ακούνε κι’ άλλα βλέπουν στην πράξη, είναι φυσικό να απεχθάνονται τον Χριστιανισμό και την Εκκλησία.
Εν πάση περιπτώσει, ο Χασάν εγνώρισε τον Χριστό και είχε σφοδρή επιθυμία να ενταχθεί στους κόλπους της Εκκλησίας. Όμως στο Αγρίνιο κυριαρχούσαν οι Τούρκοι. Γι’ αυτό και ήταν αδύνατο να αλλαξοπιστήσει ο Χασάν. Γιατί όχι μόνον ο ίδιος θα εκινδύνευε τα έσχατα, αλλά και η οργή των φανατικών μωαμεθανών κατακτητών θα έπεφτε σίγουρα στα κεφάλια των χριστιανών.
Έτσι, οι προύχοντες του Αγρινίου, σκεπτόμενοι φρόνιμα και συνετά, έστειλαν τον νεαρό Χασάν στην Ιθάκη (μιας και τα Επτάνησα βρισκόντουσαν υπό την κυριαρχία της Βενετίας), όπου βαπτίσθηκε και πήρε το όνομα Ιωάννης. Όταν, κατόπιν, επέστρεψε στο Αγρίνιο, νυμφεύθηκε μια ευσεβή χριστιανή κόρη και εγκαταστάθηκε στο χωριό Μαχαλάς (σημερινές Φυτείες), όπου ασκούσε το έργο του αγροφύλακα, αγωνιζόμενος να ζει σαν πιστό τέκνο της Εκκλησίας.
Όμως, ο εχθρός διάβολος περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να επιτεθεί στον δούλο του Χριστού Ιωάννη. Κι’ αυτή δεν άργησε να έλθει. Και να πως : Ο πατέρας του Ιωάννη, που ήταν σέχης στην Κόνιτσα (σέχης = θρησκευτικός αρχηγός των «δερβίσηδων», δηλαδή των μουσουλμάνων εκείνων, που ακολουθούσαν μια μορφή - ας το πούμε έτσι- μοναχισμού) και που έψαχνε συνέχεια να τον βρει, ανακάλυψε στο τέλος ότι το παιδί του ζούσε στο Αγρίνιο και ότι, μάλιστα, είχε γίνει χριστιανός. Έσπευσε, λοιπόν, εκεί. Κι’ αφού τον βρήκε, προσπάθησε με ταξίματα και καλοπιάσματα να τον ξαναφέρει στον μωαμεθανισμό.
Αλλά ο νεαρός Ιωάννης αποδείχθηκε γενναίος και ανυποχώρητος στρατιώτης του Χριστού. Γιατί και τα μαρτύρια υπέμεινε καρτερικά και τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο δέχθηκε με χαρά, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά σ’ ένα από τα τροπάρια της ακολουθίας του: «Της αληθείας το φως, επιλάμψαν τη ψυχή σου, ημεροφαή σε αστέρα έδειξεν, Ιωάννη μακάριε · λύχνος γάρ τοις ποσί σου, κατά Δαβίδ ο θείος νόμος γέγονε, και την οδόν του μαρτυρίου, απροσκόπτως διέβης, πάντα του εχθρού, υποσκελίσας τα σκάνδαλα· όθεν της άνω δόξης κοινωνός εγένου, τον καρπόν της ζωής δρεπόμενος». (Δοξαστικό των Αίνων).
Αργότερα, τα ιερά λείψανά του ανεκομίσθησαν και μεταφέρθησαν στην Ιερά Μονή Προυσσού Ευρυτανίας. Ανευρέθησαν τον Ιανουάριο του 1974, ένα δε τμήμα από αυτά μεταφέρθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1978, στην Κόνιτσα.
Έτσι, λοιπόν, ένα μοσχομύριστο κρίνο, ο Άγιος Ιωάννης, προστέθηκε στον χορό των Νεομαρτύρων στις 23 Σεπτεμβρίου 1814 και αποτελεί τιμή και καύχημα για την γενέτειρά του. Γι’ αυτό, δικαιολογημένα ο ιερός υμνογράφος ψάλλει: «Σε η Κόνιτσα, υμνολογούσα Άγιε, η σε βλαστήσασα, από ψυχής σοι βοά· δεινών περιστάσεων, φύλαττε άτρωτον την πατρίδα σου, προστρέχουσαν τη σκέπῃ σου, Ιωάννη Νεομάρτυς» (από την ζ΄ ωδή του Κανόνος).